- οκαρίνα
- η муз. окарина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οκαρίνα — Πνευστό λαϊκό μουσικό όργανο, που εφευρέθηκε γύρω στα 1867 από τον Ιταλό Ντονάτι ντι Μπούντριο. Αποτελείται από πηλό ή μέταλλο, η δε ωοειδής μορφή της θυμίζει λίγο την κατατομή κεφαλιού πτηνού. Έχει οκτώ τρύπες κατά μήκος δύο γραμμών, που… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek